- παράμωρος
- -ον, Α(κατά τον Ησύχ.) σχεδόν μωρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + μωρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράμωρος — almost foolish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειόφρων — μειόφρων, ονος, ὁ και ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφρός, καὶ ἐλάττων φρενῶν, παράμωρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + φρων (< θ. φρεν , πρβλ. φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek
baba-, (*bal-bal-) — baba , (*bal bal ) English meaning: barbaric speech Deutsche Übersetzung: Schallwort, Lallwort for unartikuliertes undeutliches Reden Note: also bal bal , bar bar with multiple dissimilations, onomatopoeic words Material:… … Proto-Indo-European etymological dictionary